ὁλκεῖον

ὁλκεῖον
ὁλκ-εῖον, τό,
A large bowl or basin, SIG869.16 ([place name] Eleusis), Inscr.Olymp.468.6, Epig.6, Philem.17, Men.73, BCH35.286(Delos, ii B. C.),

Πολέμων 1.126

([place name] Demetrias), Plb.30.26.1 (ὁλκίων codd. Ath.), PSI4.428.62, Plu.Alex.20 (ὁλκίον codd.).
II in [dialect] Ep. form [full] ὁλκήϊον, = ὁλκαῖον, A.R.4.1609.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολκείον — ὁλκεῑον, δ. γρφ. ὁλκίον, επικ. τ. ὁλκήϊον, τὸ (Α) [ολκή] 1. το οπίσθιο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου 2. μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια …   Dictionary of Greek

  • ὁλκεῖον — large bowl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκεῖα — ὁλκεῖον large bowl neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκείων — ὁλκεῖον large bowl neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολκήϊον — ὁλκήϊον, τὸ (Α) (επικ. τ.) βλ. ολκείον …   Dictionary of Greek

  • ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… …   Dictionary of Greek

  • όλκιον — ὅλκιον, τὸ (Α) βλ. ολκείον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”